σκηπτός

σκηπτός
ὁ, Α [σκήπτω]
1. κεραυνός («βροντῆς γενομένης σκηπτὸς πεσεῑν εἰς τὴν οἰκίαν», Ξεν.)
2. μτφ. α) καταιγίδα
β) ανεμοστρόβιλος
γ) πολεμική επιδρομή («σκηπτοῡ 'πιόντος πολεμίων», Ευρ.)
δ) είδος παρασίτου
3. φρ. α) «σκηπτὸς λοιμοῡ» — λοιμός που ενσκήπτει αιφνίδια
β) «σκηπτὸς πόθος» — κεραυνοβόλος πόθος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκηπτός — thunderbolt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηπτοῖς — σκηπτός thunderbolt masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηπτοῖσιν — σκηπτός thunderbolt masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηπτοί — σκηπτός thunderbolt masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηπτοῦ — σκηπτός thunderbolt masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηπτούς — σκηπτός thunderbolt masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηπτῶν — σκηπτός thunderbolt masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηπτῷ — σκηπτός thunderbolt masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηπτόν — σκηπτός thunderbolt masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκήπτω — Α 1. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. (με αιτ. πράγματος) χρησιμοποιώ κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα («τὴν βίαν σκήψασ ἔχεις», Ευρ.) 3. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω («μήθ ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 4. (για αρρώστια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”